βαθύτερον

βαθύτερον
βαθύς
deep
masc acc sg
βαθύς
deep
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • глоубочаи — (2*) сравн. степ. 1. Имеющий большую глубину: нѣции источници водъ ѿ земныхъ ˫адръ исходѩще. ѡви ѹбо равно с землею истицаю(т). ѡви же маломъ глубочае. ѡви же зѣло глубоко. (βαθύτερον) ЖВИ XIV–XV, 61г. 2. Более значительный и сложный по… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”